- λιμάζω
- και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω)1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου»)4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιμασμένος, -η, -οπεινασμένος, νηστικός, ταλαίπωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λιμώσσω (> λιμάσσω > λιμάζω). Ο τ. λαμάζω με τροπή τού -ι- σε -α- αφομοιωτικά προς το -α- που ακολουθεί. Κατ' άλλη άποψη, < αρχ. λιχμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.